φαγούδικος
Смотреть что такое "φαγούδικος" в других словарях:
φαγούδικος — η, ο, Ν φαγάδικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγουδ τού πληθ. φαγούδες τού θηλ. φαγού + κατάλ. ικος] … Dictionary of Greek
φαγάδικος — φαγάδικος, η, ο και φαγούδικος, η, ο 1. πολυφάγος, αδηφάγος, φαγάς: Φαγάδικο παιδί. 2. (για μηχανές κτό.), αυτός που απαιτεί πολλά καύσιμα, που η λειτουργία του κοστίζει πολύ: Το φορτηγό είναι φαγάδικο, γιατί είναι παλιό. 3. το ουδ. ως ουσ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)