φαγούδικος

φαγούδικος
η , ο см. φαγάδικος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φαγούδικος" в других словарях:

  • φαγούδικος — η, ο, Ν φαγάδικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγουδ τού πληθ. φαγούδες τού θηλ. φαγού + κατάλ. ικος] …   Dictionary of Greek

  • φαγάδικος — φαγάδικος, η, ο και φαγούδικος, η, ο 1. πολυφάγος, αδηφάγος, φαγάς: Φαγάδικο παιδί. 2. (για μηχανές κτό.), αυτός που απαιτεί πολλά καύσιμα, που η λειτουργία του κοστίζει πολύ: Το φορτηγό είναι φαγάδικο, γιατί είναι παλιό. 3. το ουδ. ως ουσ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»